- επιρροθώ
- ἐπιρροθῶ, -έω (Α) [επίρροθος]1. επικροτώ, επιδοκιμάζω («στάσις δὲ πάγκοινος ἅδ’ ἐπιρροθεῑ», Αισχύλ.)2. εκφράζω με θόρυβο τη χαρά μου3. αντηχώ («κτύπῳ δ’ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν καὶ πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.)4. (με αιτ.) κοροϊδεύω, εμπαίζω («ξένον... πολλὰ μὲν λόγοις ἐπερρόθησε», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.